ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

terep σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
terep

έδαφος◼◼◼

γήπεδο◼◻◻

terepjáró

όχημα παντός εδάφους◼◼◼

terep(pálya)

διάδρομος χιονοδρομίας

talajművelés lejtős terepen

καλλιέργεια κατά τις ισοϋψείς καμπύλες

Το ιστορικό σας