ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

teremt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
teremt

δημιουργώ

πλάθω

teremtmény

δημιούργημα

πλάσμα

teremtés

δημιουργία◼◼◼

δημιούργημα

πλάση

πλάσμα

Το ιστορικό σας