ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

terel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
terel

απευθείας◼◼◼

elterelés

εκτροπή◼◼◼

παράκαμψη◼◻◻

αντιπερισπασμός

κλειστός δρόμος

miniszterelnök

πρωθυπουργός◼◼◼

πρωθυπουργός (prothypourgós)◼◼◼

πρωθυπουργός (ο/η)◼◼◼

Miniszterelnök

Πρωθυπουργός◼◼◼

Το ιστορικό σας