ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

területi σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
területi

εδαφικός◼◼◼

περιφερειακός◼◻◻

τοπικός◼◻◻

területi tervezés

φυσικός σχεδιασμός

valószínűsíthetően szennyezett terület száraz területi ökoszi

περιοχή πιθανής ρύπανσης

Το ιστορικό σας