ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

terítő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
terítő

τραπεζομάντιλο

asztalterítő

το τραπεζομάντιλο

τραπεζομάντηλο

τραπεζομάντιλο

Το ιστορικό σας