ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tenger σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
(tenger)parti terület

παράκτια περιοχή

(tenger)parti területtervezés

σχεδιασμός παρακτίων ζωνών

(tenger)parti víz

παράκτια ύδατα

tengerszint

στάθμη της θάλασσας◼◼◼

tengerszint alatti

υποβρύχιο

tengerszoros

ήχος

πορθμός

Tengerszorosok

Πορθμοί

tengervíz

αλάτι◼◼◼

a tenger meglehetősen nyugodt

η θάλασσα είναι αρκετά ήρεμη

a tenger nagyon haragos

η θάλασσα είναι πολύ άγρια

Adriai-tenger

Αδριατική θάλασσα

állami tengeri terület

τομέας δημόσιας ναυτιλίας

Arab-tenger

Αραβική Θάλασσα

Azovi-tenger

Αζοφική θάλασσα

Θάλασσα Αζόφ

Balti-tenger

Βαλτική

Βαλτική Θάλασσα

Barents-tenger

Θάλασσα Μπάρεντς

Beaufort-tenger

Θάλασσα Μποφόρ

Déli-Jeges-tenger

Ανταρκτικός ωκεανός

Égei-tenger

Αιγαίο Πέλαγος

Αιγαίο πέλαγος

emelkedő tengerszint

ανερχόμενη στάθμη της θάλασσας

Északi-Jeges-tenger

Αρκτιός ωκεανός

Északi-tenger

Βόρεια Θάλασσα (Vóreia Thálassa)

Fehér-tenger

Λευκή Θάλασσα

Fekete-tenger

Εύξεινος Πόντος

Μαύρη Θάλασσα

földeredetű tengeri szennyezés

θαλάσσια ρύπανση (προερχόμενη) από χερσαίες πηγές

Földközi-tenger

Μεσόγειος

Μεσόγειος Θάλασσα

földközi-tengeri

μεσογειακός

földközi-tengeri fa

μεσογειακό ξύλο (δάσος) (της Μεσογείου)

földközi-tengeri terület

περιοχή της Μεσογείου

fürdő tengervíz

θαλάσσια ύδατα κολύμβησης

haditengerészet

ναυτικό◼◼◼

Holt-tenger

Νεκρά Θάλασσα

Holt-tengeri tekercsek

Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας

Jón-tenger

Ιόνιο Πέλαγος

1234

Το ιστορικό σας