ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tekint σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
körültekintő

σύνεση◼◼◻

προσεκτικός◼◻◻

επιφυλακτικός

κρυψίνους

különös tekintettel

με ιδιαίτερη έμφαση◼◼◼

szaktekintély

αρχή◼◼◼

αρχές◼◼◻

12

Το ιστορικό σας