ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tekintély σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tekintély

κύρος◼◼◼

φήμη◼◼◼

αρχή

εξουσία

tekintélyelvű

απολυταρχικός

tekintélyes

ουσιαστικός

szaktekintély

αρχή◼◼◼

αρχές◼◼◻