ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tasak σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tasak

σακούλα◼◼◼

σακούλα (sakúla)◼◼◼

σάκος◼◼◻

σάκος (sákos)◼◼◻

ágymelegítő (melegvíz tároló tasak)

θερμοφώρα

Το ιστορικό σας