ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tartozik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tartozik

ανήκω

οφείλω

χρωστώ

tartozik vkire, érint, illet vkit

αφορώ (+ tárgyeset/σε)

a szobához megosztott fürdőszoba tartozik

το μπάνιο μοιράζεται με κάποιο ακόμη δωμάτιο

Το ιστορικό σας