ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tarifa σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tarifa

βαθμός◼◼◼

δασμός◼◼◼

közös tarifapolitika

κοινή δασμολογική πολιτική/πολιτική κοινού δασμολογίου

vámtarifa

δασμολόγιο◼◼◼

Το ιστορικό σας