ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tanulmány σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tanulmány

μελέτη◼◼◼

μελετώ

σπουδάζω

tanulmányoz

μελέτη◼◼◼

μελετώ

σπουδάζω

helyszíni tanulmány

μελέτη πεδίου/επιτόπια έρευνα

kísérleti tanulmány

πειραματική μελέτη

környezeti hatástanulmány

μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων◼◼◼

környezeti tanulmány

περιβαλλοντική μελέτη

piaci tanulmány

μελέτη (της) αγοράς

szakirodalom tanulmányozása

μελέτη έντυπου υλικού

tanul, tanulmányokat folytat

σπουδάζω

Το ιστορικό σας