ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tőkehal σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tőkehal

μπακαλιάρος◼◼◼

μπακαλιάρος (bakaliáros)◼◼◼

γάδος◼◼◼

βακαλάος◼◻◻

μουρούνα◼◻◻

μπακαλιάρος / βακαλάος

foltos tőkehal

βακαλάοι

Το ιστορικό σας