ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tüntet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tüntet

διαδηλώνω

tüntetés

διαδήλωση◼◼◼

διαδήλωση (η, tsz. -εις)◼◼◼

διαμαρτυρία◼◼◼

επίδειξη

tüntető

διαδηλωτής

eltüntet

εξαφανίζω (-σω)

kitüntetés

διάκριση◼◼◼

Το ιστορικό σας