ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tüdő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tüdő

πνεύμονας◼◼◼

πνεύμονας (pnévmonas)◼◼◼

συκώτι◼◼◼

καρδιά◼◼◼

tüdő rák

καρκίνος των πνευμόνων

tüdőbetegség

πνευμονική πάθηση

πνευμονική πάθηση/πνευμονικό νόσημα

πνευμονικό νόσημα

Tüdőgyulladás

Πνευμονία◼◼◼

Το ιστορικό σας