ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

túllép σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
túllép

ξεπερνώ

a számlája túldiszponált (túllépte a hitelkeretet)

ο λογαριασμός σας είναι ελλειμματικός

hiteltúllépés

υπερανάληψη

Το ιστορικό σας