ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

túlél σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
túlél

επιβιώνω

επιζώ

túlélés

επιβίωση◼◼◼

túlélő

επιζών◼◼◼

Το ιστορικό σας