ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

törvényhozó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
törvényhozó

νομοθέτης◼◼◼

törvényhozó hatóság

νομοθετική αρχή◼◼◼

törvényhozói információ

νομοθετική ενημέρωση/πληροφόρηση επί

törvényhozói kompetencia

νομοθετική αρμοδιότητα

törvényhozók

νομοθετικό σώμα

Το ιστορικό σας