ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

történelem σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
történelem

ιστορία◼◼◼

Ιστορία◼◼◼

ιστορία/ιστορικό

Történelem

Ιστορία◼◼◼

történelem előtti

προϊστορικός

Genealógia (történelem)

Γενεαλογία◼◼◼

környezeti történelem

περιβαλλοντική ιστορία

művészettörténelem

ιστορία της τέχνης

történet, történelem

ιστορία (η)

Το ιστορικό σας