ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tör σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fatörzs

προβοσκίδα

fehér törpe

λευκός νάνος

fejtörő

αίνιγμα

feltör

ελάττωμα

κρακ

κρότος

ράγισμα

ραγίζω

ρωγμή

σπάω

χαραμάδα

feltörték az autómat

μου σπάσανε το αμάξι

fénytörés

διάθλαση◼◼◼

Genealógia (történelem)

Γενεαλογία◼◼◼

gyökértörzs

ρίζωμα◼◼◼

gyötör, kínoz

βασανίζω

hajótörés

ναυάγιο◼◼◼

halászati törvény

νόμος (νομοθεσία) περί αλιείας

Hooke-törvény

Νόμος του Χουκ

hulladékártalmatlanítási törvény

νόμος για τη διάθεση των αποβλήτων

hullámtörő

κυματοθραύστης◼◼◼

házasságtörés

μοιχεία

házasságtörő

μοιχαλίδα

μοιχός

immisszióellenőrzési törvény

νόμος (νομοθεσία) περί ελέγχου των οχλήσεων

kereskedelmi törvény

εμπορικό δίκαιο◼◼◼

KHV törvény

νόμος (νομοθεσία) περί ΕΠΕ

kitörés

εφαρμογή◼◼◼

κρίση◼◼◻

ξέσπασμα◼◻◻

προσαρμογή◼◻◻

παροξυσμός

kitöröl

σβήνω

kitörölhetetlen

ανεξίτηλος◼◼◼

ανεξάλειπτος

konyhai papírtör

ρολό κουζίνας

képzeld csak, mi történt!

για φαντάσου τι έγινε!

kérhetek egy időpontot a ... történő találkozásra?

θα μπορούσα να κλείσω ένα ραντεβού να δω...;

kérhetek egy törölközőt, kérem?

θα μπορούσα να έχω μια πετσέτα παρακαλώ;

kérsz egy törölközőt?

θα ήθελες μια πετσέτα;

5678

Το ιστορικό σας