ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tölgy σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tölgy

δρυς◼◼◼

δρυς (drys)◼◼◼

βελανιδιά (velanidiá)◼◻◻

βαλανιδιά

δρύινος

δρύς

κυπελλοφόρα (δρύες)

Tölgy

Βελανιδιά◼◼◼

tölgyfa

βελανιδιά

βελανιδιά (velanidiá)

δρυς

δρυς (drys)

Το ιστορικό σας