ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tökéletes σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tökéletes

ιδανικό◼◼◼

τέλειος◼◼◼

αλάθητος

αψεγάδιαστος

ιδανικός

τελειοποιώ

tökéletesen

τέλεια◼◼◼

απολύτως

tökéletesség

εντέλεια

τελειότητα

tökéletesít

βελτιώνω

τελειοποιώ

Το ιστορικό σας