ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

többszörös σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
többszörös

πολλαπλάσιο◼◼◼

πολλαπλός◼◻◻

πολλαπλάσιος

ismételt, többszörös

επανειλημμένος (-η-ο)

legkisebb közös többszörös

ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο

Το ιστορικό σας