ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

többlet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
többlet

πλεόνασμα◼◼◼

συν◼◻◻

επιβάρυνση◼◻◻

súlytöbblet

υπέρβαρος

Το ιστορικό σας