ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

távcső σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
távcső

διόπτρες◼◼◼

κιάλια◼◻◻

τηλεσκόπιο

Távcső

Τηλεσκόπιο

Τηλεσκόπιον

Távcső csillagkép

Τηλεσκόπιον

rádiótávcső

ραδιοτηλεσκόπιο

Το ιστορικό σας