ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

táv σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hosszútávú

μακροπρόθεσμα◼◼◼

hosszútávú hatás

μακροχρόνια επίπτωση

hosszútávú kísérlet

μακροχρόνιο πείραμα

hulladék eltávolításból származó szennyezés

Απόβλητα διεργασιών καθαρισμού

ideadnád a távkapcsolót?

μπορείς να μου περάσεις το τηλεκοντρόλ;

közösségi távolságtartás

κοινωνική απομάκρυνση

távolság

απόσταση◼◼◼

messze, távol

μακριά

oktáv

οκτάβα◼◼◼

rádiótávcső

ραδιοτηλεσκόπιο

rövidlátó vagy távollátó?

είστε μυωπικός;

szennyezőanyag eltávolítás

εξάλειψη (απομάκρυνση) των ρύπων

123

Το ιστορικό σας