ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

társulás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
társulás

συσχετισμός/συσχέτιση/ένωση/σύνδεση

ipari társulás

βιομηχανική εταιρεία/βιομηχανικός σύνδεσμος

növénytársulás

φυτοκοινωνία

Το ιστορικό σας