ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tároló σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tároló

αποθήκευση◼◼◼

μνήμη◼◼◻

δοχείο◼◼◻

αποθηκευτικός

φύλαξη

szénhidrogéntároló tartály

δεξαμενή αποθήκευσης υδρογονανθράκων

víztároló

δεξαμενή

ágymelegítő (melegvíz tároló tasak)

θερμοφώρα

Το ιστορικό σας