ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

táplálkozás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
táplálkozás

διατροφή/θρέψη

táplálkozási rendellenesség

τροφική διαταραχή

alkalmazott táplálkozási mód

εφαρμοσμένη διαιτητική

állati táplálkozás

διατροφή (των) ζώων

Το ιστορικό σας