ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tányér σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tányér

πιάτα◼◼◼

πλάκα◼◻◻

λοπάς

πιάτο (piáto)

πινάκι

cintányér

κύμβαλο

πιάτο

πιατίνι

étkészlet (tányérok, edények)

πιατικά

óvatosan, a tányér nagyon forró!

προσοχή το πιάτο καίει!

Το ιστορικό σας