ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szomszéd σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szomszéd

γείτονας◼◼◼

γείτονας (geítonas)◼◼◼

γειτονεύω

γειτονικός

γειτόνισσα

γειτόνισσα (geitónissa)

διπλανός

περίοικος

szomszédokkal szembeni védelem

προστασία από τους γείτονες

szomszédos

πλησίον◼◼◼

άλλος◼◻◻

εγγύηση◼◻◻

διπλανός

συνεχόμενος

szomszédos, mellette lévő

παρακείμενος

szomszédos zaj

θόρυβος γειτονιάς

szomszédság

περιοχή◼◼◼

γειτνίαση◼◼◻

γειτονιά◼◼◻

συνοικία◼◻◻

a kulcsokat a szomszédra bíztam

τα κλειδιά τα εμπιστεύτηκα στη γειτόνισσα

a szomszéd rétje mindig zöldebb

το ξένο είναι πιο γλυκό

του γείτονα είναι πάντα καλύτερο

Το ιστορικό σας