ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szociális σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szociális

κοινωνικός◼◼◼

szociális gondozó

κοινωνικός λειτουργός / κοινωνική λειτουργός

Το ιστορικό σας