ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szervetlen σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szervetlen

ανόργανος◼◼◼

szervetlen anyag

ανόργανη ουσία

Szervetlen kémia

Ανόργανη χημεία◼◼◼

szervetlen kémia

ανόργανη χημεία◼◼◼

szervetlen szennyezőanyag

ανόργανος ρύπος

szervetlen trágya

ανόργανο λίπασμα

Το ιστορικό σας