ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szerelő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szerelő

μηχανοτεχνίτης

autószerelő

ο μηχανικός αυτοκινήτων

vízszerelő

υδραυλικός

vízvezeték szerelő

υδραυλικός

vízvezeték-szerelő

υδραυλικός

vízvezetékszerelő

υδραυλικός

Το ιστορικό σας