ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szelíd σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szelíd

ήμερος

ήπιος

δαμάζω

εξημερώνω

τιθασεύω

szelídgesztenye

καστανιά◼◼◼

κάστανο

szelídít

εξημερώνω

háziasított/szelídített állat

εξημερωμένο ζώο

κατοικίδιο ζώο

Το ιστορικό σας