ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szarka σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szarka

καρακάξα◼◼◼

καρακάξα (karakáksa) , κίσσα (kisa)◼◼◼

szarkasztikus

σαρκαστικός

szarkazmus

σαρκασμός

Το ιστορικό σας