ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szabadon σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szabadon

ελεύθερα◼◼◼

szabad, szabadonálló

ελεύθερος (-η-ο)

Το ιστορικό σας