ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szabadalom σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szabadalom

δίπλωμα ευρεσιτεχνίας◼◼◼

ευρεσιτεχνία◼◻◻

ευρεσιτεχνία/δίπλωμα ευρεσιτεχνίας

πατέντα

Szabadalom

Ευρεσιτεχνία◼◼◼

szabadalombitorlás

πειρατεία◼◼◼

Το ιστορικό σας