ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szabályozó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szabályozó

ρυθμιστικός◼◼◼

szennyezésszabályozó berendezés

εξοπλισμός ελέγχου της ρύπανσης

Το ιστορικό σας