ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szürke σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szürke

γκρίζο◼◼◼

φαιό◼◼◻

γκρί◼◼◻

γκρίζος◼◻◻

γκρίζος (grízos)◼◻◻

γκριζάρω

σταχτί

φαιός

ψαρός

szürke gém

σταχτοτσικνιάς

σταχτοτσικνιάς (stachtotsikniás)

szürkehályog

καταρράκτης◼◼◼

hamuszürke

κάτωχρος

σταχτής

Το ιστορικό σας