ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szürkül σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szürkül

γκρίζος

γκρι

γκριζάρω

φαιός

szürkület

λυκόφως◼◼◼

σούρουπο◼◻◻

Το ιστορικό σας