ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szükségszerű σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szükségszerű

αναγκαίος◼◼◼

szükségszerűen

αναγκαστικά◼◼◼

απαραίτητα◼◼◻

αναγκαία◼◼◻

υποχρεωτικά◼◼◻

szükségszerűség

ανάγκη◼◼◼

αναγκαιότητα◼◼◻

Το ιστορικό σας