ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szövő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szövő

υφάντρια

υφαντής

ύφανση

szövőmadár

υφαντής◼◼◼

szövő

υφάντρια

szövőszék

αργαλειός

Το ιστορικό σας