ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szóló σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szóló

έδαφος◼◼◼

egy oyster kártyát kérek (előre kifizetett, metróra szóló utazási kártya)

θα ήθελα μια κάρτα όιστερ (προπληρωμένη κάρτα για το μετρό)

miniszternek szóló jelentés

αναφορά στον υπουργό

szószóló

υποστηρικτής◼◼◼

ékesszóló

ευφραδής

Το ιστορικό σας