ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

színes σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
színes

έγχρωμος◼◼◼

χρώμα◼◼◻

χρώματα◼◼◻

χρωματιστά◼◼◻

απόχρωση

βάφω

κοκκινίζω

πολύχρωμος

χρωματίζω

χρωματικός

felszínes

επιπόλαιος (-η-ο)

ρηχός

Το ιστορικό σας