ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szépség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szépség

κάλλος◼◼◼

ομορφιά◼◼◼

ομορφιά (omorfiá)◼◼◼

καλλονή

ωραιότητα

szépségszalon

σαλόνι ομορφιάς

szépségverseny

διαγωνισμός ομορφιάς

καλλιστεία

lenyűgözött bennünket Budapest szépsége

εντυπωσιαστήκαμε από την ομορφιά της Βουδαπέστης

Το ιστορικό σας