ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szépít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szépít

αγλαΐζω

εξωραΐζω

szépítőszer

καλλυντικά◼◼◼

καλλυντικό

Το ιστορικό σας