ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szándékos σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szándékos

σκόπιμος◼◼◼

εκούσιος◼◼◻

εσκεμμένος◼◼◻

szándékosan

σκόπιμα◼◼◼

εσκεμμένα◼◼◼

επίτηδες

szándékosság

πρόθεση◼◼◼

Το ιστορικό σας