ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

svéd σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
svéd

Σουηδικά◼◼◼

Σουηδική γλώσσα◼◼◼

σουηδικός◼◼◻

Σουηδός◼◻◻

Σουηδέζα

Σουηδή

Svéd

Σουηδικά◼◼◼

Σουηδός◼◻◻

Svéd Királyság

Βασίλειο της Σουηδίας◼◼◼

Svéd korona

Κορόνα Σουηδίας

Svédország

Σουηδία (Souidía)◼◼◼

hallásvédelem

προστασία (προστατευτικό) της ακοής

termésvédelem

προστασία των καλλιεργειών/φυτική προστασία

Το ιστορικό σας