ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

sugárbetegség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
sugárbetegség

σύνδρομο οφειλόμενο σε ιον(τ)ίζουσες ακτινοβολίες

Το ιστορικό σας